Αναγνώστες

2/2/08

Γλωσσάρι




Γλωσσάρι
Το έγραψε ο Δημήτρης Κούκουνας




Οι ιδιωματικές λέξεις του χωριού και γενικότερα της ορεινής Ναυπακτίας, επειδή σιγά- σιγά ξεχνιούνται και εξαφανίζονται, καταγράφονται παρακάτω. Είναι τουλάχιστον όσες θυμάμαι, για να μην εξαφανιστούν παντελώς με το πέρασμα του χρόνου. Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της γλωσσικής προφοράς των κατοίκων είναι να πετσοκόβουν τις λέξει.ς και να εκφράζονται. μονολεκτικά π.χ. (δ’νό αντί δουνό), και να μεταβάλλουν μορφή των φωνηέντων (π.χ. το ω σε ου).
Α
Αγγωνή=η γωνία
αγγιό =το αγγείο
αγκωνάρ(ι) =ο γωνιακός λίθος
αγρίδ =το άγουρο φρούτο
αϊκώ= ακούω
αλάργα=μακριά
αλατίστρεις=αλαταριές =πέτρινες πλάκες όπου έβαζαν το αλάτι για να το φάνε τα γιδοπρόβατα
αλκοτάω = εμποδίζω
αλπουτνάζω τινάζομαι σαν αλεπού
αλυχτάω = γιαυγίζω
άμπλας =μεγάλη πηγή
αναβατίζω φουσκώνω η προετοιμασία της ζύμης για να φουσκώσει)
απ ’κάζω=από το αρχαίο πυκάζω, καταλαβαίνω, ξαγρυπνώ
απ’θώνω = απιθώνω - ακουμπώ
απ’θώστρες πέτρινα καθίσματα
απόπατος το αποχωρητήριο
απ’στομάω= γέρνω
αραδαριά = η σειρά
αρβάλι=το χερούλι. της χάλκινης κατσααρόλας
αρίδατο χειροκίνητο τρυπάνι
αστρέχα =ο χώρος μεταξύ σκεπής και τοίχου
ασφάκα = είδος θάμνου
απόπατος το αποχωρητήριο
απ’στομάω γέρνω
αραδαριά = η σειρά
αρβάλι το χερούλι. της χάλκινης κατσαρόλας
αρίδα = το χειροκίνητο τρυπάνια
στρέχα = ο χώρος μεταξύ σκεπής και τοίχου
ασφάκα = είδος θάμνου
αγαρλάω = ανακατώνω
Β
βάβα η γιαγιά
βαΐζω = γέρνω
βαρέλι=βαρελούλα ξύλινο δοχείο νερού
βαρκεστάω = κουράζομαι
βαρ’κός = ο βαλτώδης τόπος-χωράφι
βελέντζα=μάλλινο κλινοσκέπασμα
βιλέγκο τρεχάλα
βιτούλι =το χρονιάρικο κατσίκι
βλόιρος =η ξύλινη σφραγίδα για τις λειτουργίες - τα πρόσφορα
βοδώνω=προλαβαίνω, προφτάνω
β'ζί = ο μαστός, το βυζί
β’νό = Το βουνό
βουστίνα = Το ξυνοτύρι
β'ρός = Το βαθύ μέρος του ποταμού
βρίζα ή σίκαλη
Γ
γαλάρια =τα γιδοπρόδατα που έχουν γάλα
γάστρα =μεταλλικό σκεύος που σκεπάζουν, το ψωμί η το φαγη­τό
γκεσέμι =ο μπροστάρης του κοπαδιού, το κριάρι ή ο τράγος που είναι αρχηγός
γκαϊδός =ο αλλήθωρος
γκρίζια = καυσόξυλα από έλατο ή κέδρο
γλίνα =το χοιρινό λίπος
γιούκος ή γίκος = τα κλινοσκεπάσματα (προίκα) της νύφης διπλωμένα στο μπαούλο
γούπατο ή γούβα = τόπος χαμηλός, κοιλότης
γουρμάζω = ωριμάζω
γουρμπούλι = ο σβόλος
γούρνα = δεξαμενή
γράνα = το βαθύ αυλάκι
γρατίζω = αγανακτώ
γρέκια = υπαίθριος τόπος παραμονής των ζώων
γιούρτια = κήποι
Δ
δαγάς = το αυλάκι
δέμα ο μαντρότοιχος
δ’καμ’ = δικά μου
δικριάνι= το ξύλινο σκεύος για το λίκνισμα του σιταριού
διρπάν = Το δρεπάνι
δόγα = σανίδα για τα βαρέλια και τις βαρέλες
δ΄λεβ'ς = δουλεύεις
δρασκελιά = ο δηματισμός
δρολάπι = η καταιγίδα
Ε
ειδίσματα αντικείμενα
εένεσ’ η ένεση
ετ’ μους έτοιμος
εξόν = εκτός
ετσ' έτσι
Ζ
ζαγάδα η πεζούλα χωράφι
ζαγγανάς = ο καμπίσιος ο αρρωοτιάρης
ζακόνι = η συνήθεια, το έθιμο, ο νόμος
ζαγάρ' το κυνηγόσκυλο
ζαλίμ’ = το κακό παιδί
ζαπ = η νίκη
ζαπώνω = πιάνω
ζεύλα = εξάρτημα του ζυγού όπου βάζουν το λαιμό του ζώου
ζεύω = ενώνω τα ζώα στο αλέτρι
ζ'λαπ=το ζουλάπι, το αγρίμι
ζ‘μάρ’ = το ζυμάρι
ζ' μί=to ζουμί
ζιρβός= αρωτερόχειρας
ζούμπερα=τα άγρια ζώα
ζουμτερεκι=ο σύρτης
ζουρλαίνω=τρελαίνω
ζυγούρι το χρονιάρικο αρνί
ζωνακιάζω= στριμώχνω σε αδιέξοδο
ζ’ νάρ= το ζωνάρι
ζωντόβολο=το κατοικίδιο ζώο ο ανόητος άνθρωπος
ζωριό=το μέρος που βγαίνει το νερό στο νερόμυλο
Θ
Θανάϊς = Αθανάσιος
θερμ’ = οπυρετός
θημουνιά=ο σωρός
θερμάνομαι = εχω πυρετό
Θοδουρους ο Θεόδωρος
Ι
Ίγκλα= το δέσιμο των ποδιών των ζώων για να μην τρέχουν
Ιξόν=εκτός
ιπουχή = η εποχή
ιφκή = η ευχή
ιχθές = χθες
ιψές = χθες το δράδυ
Κ
κάδη = μεγάλος κάδος ειδικός για μούστο
καζιάκα = ξύλινη κατασκευή για την μεταφορά λίθων
καζάντιο = το κέρδος
κακάβι=κατσαρόλα κατσαρόλα
κακαράντtα τα κόπρανα της γίδας
κακαρώνω = ξεψυχώ τα χάνω
καλαμωτή = είδος παγίδας για τα ψάρι
ακαλιάζω = συναντώ
κάμα = η ζέστη, η φλόγα
καπ’στράνα = το καπίστρι το χαλινάρι
καρατζίνα = η κόπρος της προβατίνας
κάρμαλίζω = ροδοκοκκινίζω ψωμί στα κάρβουνα
καρλαφτιάζω = κατεβάζω τα μούτρα
κατσαμάκι = βρασμένο καλαμποκάλευρο με
κρεμμύδι
κατσιασμένο=ασθενικό αδύνατο
καστραβέτσι =τo αγγούρι
καψάλι = ξυλαράκι που δένουν στο στόμα του κατσικιού για να
μη βυζαίνει= το γάλα
κάψψη = ή κάψα = η ζέστη
κεράνη =το μεταξύ της στέγης και της οροφής μέρος του σπιτιού
κιράσ’ = το κεράσι
κηκίδι το μικρό καλαμπόκι
κλειδοπίνακο = ξύλινο σκεύος όμοιο με το σημερινό «τάπερ»
κλαπάτσα = ασθένεια των προβάτων
κλαρώνω = τρώω κλαρί
κλούφ’ =η θήκη
κ’μασ’ =το κουμάσι το σπίτι του γουρονιού
κολοφωτιά = η πυγολαμπίδα
κόκοτος = ο κόκορας
κονάκι = το σπίτι
κόσα = η τρεχάλα
κοτάω = τολμώ
κοτρίδια οι αγγουρίδες των σταφυλιών
κότσιαλο = μικρό ξυλαράκι
Κοτσάμ’ =τόσο μεγάλο
κουμπουρέλι = οι καρποί του πλάτανου
κουντούρ’ = λαδή του αρότρου
κνάβ' = το κουνάδι
κουράστρα =το πρωτόγαλα της γίδας ή της προβατίνας ψητό ή τηγανητό








ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

















25/1/08

Δύο αξεχαστοι Στρανωμίτες














Καθηστοί μπροστά διακρίνουμε τους δύο καλοσυνάτους χωριανούς: Το γέρο Κοζώνη(Βασίλειο Μπούρμπουλα) και τον μπάρμπα Μήτρο τον "μυλωθρό"



Φωτογραφία του Νίκου Κ.Δημόπουλου το 1962





Στη Στράνωμα, ζούσαν πριν πολλά Χρόνια δυο γέροι καλοσυνά­τοι και ευγενικοί,
που ο καθένας δίδασκε με το παράδειγμά του κι έκα­ναν την ανθρωπιά πράξη, γι’ αυτό τους θυμούνται ακόμα και σήμερα οι νεό­τεροι.
Ήταν ο γερο Κοζώνης και ο μπάρμπα-Μήτρος ο μυλωθρός, ο Τσάμο-Μή­τρος, όπως τον αποκαλού­σαν τότε οι κάτοικοι του χωριού. Σήμερα είναι και οι δυο μακαρίτες, αλλά όλοι όσοι τους έζησαν τους θυμούνται με αγάπη και μεγάλη ευλάβεια, γιατί πρόσφεραν στο χωριό, χωρίς να πειράξουν μυρμήγκι.
Ήταν πρώτα ξαδέρφια και ζούσαν στο ίδιο σπίτι, αχώριστοι μέ­χρι την τελευταία στιγμή της ζωής τους, γιατί πέθαναν και οι δύο μαζί, τη μια μέρα ο μπάρμπα-Μήτρος και την άλλη ο μπάρμπα-Βασίλης.

Ο γερο-Κοζώνης (1878-1968)
Το πραγματικό του όνομα ήταν Βασίλης Μπούρμπουλας και το Κοζώνης παρατσούκλι.
πρέπει να γεννήθηκε το 1878.
Καταγόταν από μεγάλη οικογένεια, την οικογένεια των Καηλέων. (0 Καηλής
λέγεται ότι ήταν οπλαρχηγός της επανάστασης του 1821 και τα ερείπια του σπιτιού του υπάρχουν στην τοποθεσία Παναγία). Κυνη­γημένη από τους Τούρκους η οικογένειά του απομακρύνθηκε από το χωριό και εγκαταστάθηκε στην τοποθεσία Κοτρώνια.
Εκεί η μη­τέρα του τον γέννησε κάτω από ένα δένδρο, έξω στη φύση, φυλά­γοντας τα γίδια, τον έβαλε στην ποδιά της και τον έφερε στο κα­λύβι της. Μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τον αδερφό του Γιώργο.

Οι Βασίλειος και Δημήτριος Μπούρμπουλας ήταν Παππούδες του Βασίλη Ι. Μπούρμπουλα, συγγραφέα του βιβλίου «Στρανωμίτικα»

Η μάχη στη Στράνωμα 14/9/1823

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΝΟΥ

O Σκύνδρας απ’ την Αράχοβα πήρε το δρόμο Τρία Πηγάδια - Σταυρός, το σύρραχο Οξυάς, πέρασε από το Νιοχώρι και τον Άγιο Δημήτριο, τα βρήκε άδεια από κατοίκους, τα έκαψε και τα ερήμωσε απ’ το θυμό του, προχώρησε νοτιότερα και χώρισε το φουσάτο του σε δύο ασκέρια.
Το ένα απ’ τον Άγιο Δημήτριο και ακολουθώντας την δυτική πλευρά του Φίδαρη με οδηγό τον Καραγιάννη ή Καλαθά απ’τον Άγιο Δημήτρη, έφτασε και στρατοπέδευσε στην Πίνα και γύρω απ’ το Σφακοβούνι περιμένοντας και το άλλο.
Το υπόλοιπο ασκέρι ακολούθησε παράλληλη πορεία και την ίδια ημέρα έφτασε στον Πλάτανο. Λίγο πιο έξω τους περίμεναν οι ‘Ελληνες, με αρχηγούς τον Σαφάκα, Φαρμάκη και Μακρυγιάννη έδωσαν μάχη σκληρή όπουσκοτώθηκαν δέκα Τούρκοι και πολλοί τραυματίστηκαν, από τους ‘Ελληνες δεν έπαθε κανείς τίποτα. Διακρίθηκαν για την ανδρεία τους ο Δ.Μάστορας από τη Βοϊτσά Ελατόβρυση Γ.Πρέντζας, Κ. Σαλούρος από το Τρίκορφο.
Μετά την μάχη του Πλατάνου, ο Σαφάκας και Φαρμάκης διατάχθηκαν να μεταβούν τάχιστα στη Ναύπακτο, την δε παρενόχληση του τουρκικού ασκεριού ανέλαβαν οι ντόπιοι οπλαρχηγοί Μακρυγιάννης, Πιλάλας, Εύδης.




Η ΜΑΧΗ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΔΟΡΒΙΤΣΑ


Απ’ τον Πλάτανο, το ασκέρι του Σκόνδρα έφτασε έξω απ’ τη Δορβιτσά. Περνώντας την πέτρινη γέφυρα του παραπόταμου Κότσαλου (ή ποταμάκι), τα ελληνικά ένοπλα τμήματα με αρχηγούς τον Πιλάλα, Μακρυγιάννη και Ξύδη, τους στρατοκαρτέρησαν λίγο πιο πάνω από τη γέφυρα, στις 14/9/ 1823.
Χωρίς ιδιαίτερες απώλειες και καθυστέρηση το τούρκικο ασκέρι προχώρησε και αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας έφτασε και στρατοπέδευσε για διανυκτέρευση στη Στράνωμα.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΝΩΜΑΣ


Κατά το σούρουπο της 14/9/1823, «α ελληνικά τμήματα πέρασαν την Μελέζα και με συνεννόησημε το Στρανωμίτικο σώμα, με τους Β. Κατσανάκη, Ζήσιμο Κακανάτσα, Παπαθώδη και άλλους και κατά την ώρα που το τούρκικο ασκέρι, κουρασμένο κι αποκαμωμένο έψαχνε για κατάλληλο χώρο να περάσει την νύχτα του τους επετέθη.
Ήταν τέτοιος ο αιφνιδιασμός των Ελλήνων που ακόμη και σήμερα, στα Παλιάμπελα στον ‘Αη-Θανάση και πριν το Σταυρό λίγο νοτιότερα, φαίνονται ομαδικά μνήματα.

*Φουσάτο - στρατός
*Ασκέρια - σώματα στρατού
Πίνα - Παραποτάμιος επίπεδος καμπίσκος, απέναντι από τον κάτω κάμπο Στράνωμας. Ανήκει στις Κοινότητες Ανάληψη, Δερβέκιστα, Αβαρίκου, Πλατυπόρου

5/11/07

Τραγούδια

Τραγούδια
Το τραγούδι της νύφης ήταν το παρακάτω:
Ο γάμος καλορίζικος κι η νύφη καλομοίρα.
Να ζήσει η νύφη κι’ ο γαμπρός κουμπάρος και κουμπάρα να ζήσει
κι ο προξενητής που προξένεψε το γάμο.
Μετά χορεύει ο γαμπρός το τραγούδι:
Κόβω μια κλάρα, τ’ ακούς κουμπάρα κόβω μια κλάρα λεμονιάς με δυο λεμόνια
δίφορα και τηνε κόβω και τηνε κλαδεύω και τηνε βάζω στο νερό
κι αν μαραθεί δεν σ’ αγαπώ.
Η κλάρα ε, τ’ ακούς κουμπάρα η κλάρα μαράθηκε
κι η αγάπη μου ζουρλάθηκε πες μου ποια μάνα, ποια ματζουράνα πες μου
ποια μάνα σ’ έκανε και σ’ έστειλε σε μένανε.
Όταν παίρναν την νύφη οι συγγενείς της τραγουδούσαν:
Γαμπρέμ’ το τριαντάφυλλο να μη μας το μαράνεις σαν κρίνο σαν γαρίφαλο
πάντα να το προσέχεις και σ’ όλη σου τη ζωή ταίρι γλυκό σου δίπλα να το έχεις.
Γαμπρέμ’ το Τριαντάφυλλο να μη μας το μαράνεις.
Ποτέ να μη πικραίνεστε ποτέ η καρδιά σας μη χαλάει και στους καινούριους
απογόνους σας στο μέλι πάντα να στάει.
Ρεφρέν: Γαμπρέμ’ το τριαντάφυλλο να
μη μας το μαράνεις.
Σαν ήλιο το προσέχουμε σαν πούλια και αυγερινό.
Γι’ αυτό στην υστερνή την ώρα παράκληση σου κάνουμε.
Ρεφρέν:Γαμπρέμ’ Το τριαντάφυλλο να μη μας το μαράνεις
Και του γαμπρού το συμπεθεριό απαντούσε:
Σας πήραμε, σας πήραμε μια πέρδικα αφράτη που πάντα την ταΐζετε
κι εμείς σας την πήραμε για πείσμα και γινάτι.
Ρεφρέν:Σας πήραμε, σας πήραμε μια πέρδικα αφράτη.
Πέρδικα, περδικούλα μου πίσω για να κοιτάξεις απ’ τα παιδιά που θα’ρθουνε
της μάνας τους να μοιάξουν.
Ρεφρέν: Σας πήραμε, σας πήραμε
μια πέρδικα αφράτη.
Καλά την επροσέχουμε την πέρδικα
στο μάτι για να μην κοιτάξει πίσω της να μη δακρύσει το γλυκό της μάτι.
Ρεφραίν: Σας πήραμε, σας πήραμε μια πέρδικα αφράτη.

Στο δρόμο που πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού τραγουδούν:
Είμαστε ορκισμένα τα καημένα πεντ’ έξι οχτώ παιδιά, κυρά δασκάλα
να πάρουμ’ τη δασκάλα, τη δασκάλα να την πάμε στα νησιά, κυρά δασκάλα.
Κι εκείνη δεν το δέχτη, δεν το δέχτη και της κόψαν τα μαλλιά, κυρά δασκάλα.
Τζαβέλαινα
Κορίτσια απ’ τα Γιάwενα, νυφάδες an’ το Σούλι τα μαύρα να
φορέσετε να μαυροφορείτε το Σούλι θα χαρατσωθεί
χαράτσι θα πληρώσει. Τζαβέλαινα σαν τ’ άκουσε πολύ της
κακοφάνει Παίρνει και ζώνει τ’ άρματα και τα βαριά τουφέκια.
Διαμάντω
Κάτω στα δασιά πλατάνια, στην Κρυόβρυση κάθονται
δυο παλικάρια και μια λυγερή.
Κάθονταν, τρώγαν και πίναν και τη ρώταγαν.
Διαμαντούλα μ’ τι είσαι τέτοια, τέτοια κίτρινη.
Μην ο ίσκιος σε πατάει, μ’ είναι καν φάντασμα;
Με πατάει το παλικάρι τα μεσάνυχτα.
Τα πουλάκια
Όλα τα πουλάκια ζυγά- ζυγά
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά

το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό,
περπατεί στους κάμπους με τον αιτό.
Περπατεί και λέει κι αντιλαλεί,
άντρα μου πολίτη, πραματευτή.
Πού τήνε ψωνίζεις αυτή τη νιά,
την ξανθομαλλούσα την Πατρινιά.
Απ’ την πόλη ‘ρχομαι κι απ τα νησιά,
κι απ’ το μαχαλά της επέρασα.
Τα βασιλικά της επότιζε και τις
μαντζουράνες εδρόσιζε.
Μαυριδερούλα
Τ’ ακούς μαυριδερούλα μου και σύ
μελαχρινούλα μου τι λένε για εσένανε;
Λένε να σε σκοτώσουνε ότι αγαπάς εμένανε.
Μη σκιάζεσαι λεβέντη μου και θα σε κάνω ταίρι μου.
Κι αν δε σε κάνω ταίρι μου σε κάνω ψυχοπαίδι μου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο "Στρανωμίτικα" του Καθηγητή κ.Βασίλη Μπούρμπουλα

31/10/07

Φωτογραφίες










Συνοικία Αϊδόνο το μήνα Αύγουστο.
Φωτογραφία του εκπολιτιστικού Συλλόγου "Στρανωμιτών"



Σε αυτή τη φωτογραφία είναι την 28 Μαρτίου 1962 όταν έφυγα από το χωριό για την Αθήνα και την 1η Απριλίου για τον Καναδά. Στο διακόπη βούλιαξε το φορτηγό στις λάσπες και μας τράβηξε η μπολτόζα. Διακρίνεται έγώ και ο πατέρας μου Κώστας Δημόπουλος που δίνει οδηγίες στον οδηγό.








Το εκκλησάκι "ο Αϊλιάς.Εκεί τα παιδικά μου χρόνια
του Αϊλιός πωλούσα λουκούμια (Νίκος Δημόπουλος)




Κειμήλια από τον Παππού μου Ιωάννη Δημόπουλο
(ή Δημοργοάννη)










1. Το κακαβάκι που κληρονόμησε από τον πατέρα του κημείλια πολλών χρόνων.
2. Ο μήλος του καφέ και το τσουκάλι του.
Αυτά είναι στην κατοχή μου 48 χρόνια (Νίκος Δημόπουλος)









Στρανωμίτησες & Στρανωμίτες στο χωριό















Παρασκευή, Αικατερίνη, Ιωάννης Τριανταφυλάκης
Αθαν.Νούλας και Μέλπω Σακούλη











Η γαϊδουρόβλα στο χωριό




































Η Ζωήτσα Χ. Κωστούλα στα Παλιάμπελα με τα πρόβατά της





Ρουντσιές
































































































































































































































Λαογραφία και Παράδοση

ΤΑ ΚΑΦΕΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΝΩΜΑΣ

Ντίνος Μακρυγιάννης Μάρτιος 2007

Το καφεπαντοπωλείο για το χωριό ήταν και είναι ο χώρος αναφοράς, συνάντησης και αναψυχής των κατοίκων. Εκεί θα καταλήξουν οι χωριανοί Το βραδάκι μετά το πέρας της σκληρής δουλειάς και θα πιουν τον καφέ τους, το ουζάκι τους, ή το τσίπουρo, εκεί θα παίξουν το χαρτάκι τους,
Θα πουν τα ευτράπελά τους, θα σχολιάσουν, την επικαιρότητα, θα κάνουν πολιτική ψιλο­κουβεντούλα, θα προγραμματίσουν τη επόμενη μέρα, θα προξενέψουν ίσως κ.λπ. Και τον πρώτο λόγο και ρόλο μέσα σ’ όλη αυτή την ατμόσφαιρα τον παίζει πάντοτε ο καφετζής ο οποίος ξέρει και «διαβάζει» όλους τους θαμώνες του.
Το καφεπαντοπωλείο μαζί με την πλα­τεία, το σχολείο και την εκκλησία είναι οι δημόσιοι χώροι όπου χτυπά η καρδιά του κά­θε χωριού. Στο καφεπαντοπωλείο οι χωρικοί ξεκουράζονται, κάνουν τις επαφές τους και τις δημόσιες σχέσεις, στην πλατεία διασκε­δάζουν και κάνουν τις βόλτες τους, στο σχολείο μαθαίνουν τα πρώτα τους γράμματα και τέλος στην εκκλησία όπου βαφτίζονται και στεφανώνονται τους δίνεται η ευκαιρία σε κάθε γιορτή και Κυ­ριακή να προσεύχονται.
Στα τέσσερα αυτά σημεία μαζί με το πατρικό τους σπίτι δημιουργούνται τα βιώματά τους τα οποία κουβαλάνε σε όλη τους τη ζωή. Μετά την Αμε­ρική να πάνε, στην Αυστραλία, το Καναδά, την Γερμανία και Αθήνα, νοερά το μυαλό τους θα ‘ναι γύρω από τους χώρους αυτούς τους οποίους, σε συνδυασμό με τα πρόσωπα νοσταλγούν και σκέφτονται πότε θα’ρθει η ώρα κι η στιγμή να ξαναδούν, να τα περπατήσουν και να τα ξαναζήσουν.
Όλα τα χωριά λίγο πολύ έχουν το καφε­νεδάκι τους μέσο από το οποίο γίνεται η ζύ­μωση της καθημερινότητας, της Κοινωνικής συμμετοχής και της επικοινωνίας
Η Στράνωμα για παράδειγμα που θα στα­θούμε, και θα κάνουμε τη σημερινή αναφορά μας, σύμφωνα με τη θύμηση και την αφή­γηση του 97 χρόνου μπάρμπα-Γιώργου Κα­τσαρού, κατά καιρούς είχε τους εξής καφε­παντοπώλες.
To Σπύρο Τσιορτσή το ακίνητο του Παντελέου Σπαρτινού (To σημερινό χάλασμα του Θανάση Σπαρτινού (Σπαρνοθανάση κο­ντά στην πλατεία).
Το Δημήτριο Σπαρτινό (Μαρίτσα) στο ιδιόκτητο σπίτι του.
Το Χρήστο Αποστολόπουλο (Κστάκη) στο ιδιόκτητο σπίτι του επί της πλατείας.
To Γιάννη Νικ. Τρίχα στο ακίνητο του Χρ. Αποστολόπουλου επί της πλατείας.
Το Θανάση Αποστολόπουλο σε δική του ιδιοκτησία την οποία αργότερα έδωσε προίκα στον Αλέξη Ζαρκαδούλα που παντρεύτη­κε την κόρη του Αρέτω.
Το Βασίλη Μπούρμπουλα στην ως άνω ιδιοκτησία του Θανάση Αποστολόπουλου.
Το Νικόλαο Ανδρεόπουλο επίσης στην ίδια ως άνω ιδιοκτησία, ο οποίος το 1934 έφυγε για την Αμερική.
Το Γιάννη Πασπάλα σε μια παράγκα στον Άνω Κάμπο.
Το Χρήστο Σαγρόπουλο, γαμπρό της Στράνωμας από το Πετροχώρι Τριχωνίδας, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη τού Μαρί­τσα (Δημ. Σπαρτινού) Πολυξένη, στο σπίτι του πεθερού του Δημητρίου Σπαρτινού (Μα­ρίτσα).
Το Γεώργιο Δημ. Κατσαρό στο σπίτι του.
Τον Κώστα Ιωάννου Δημόπουλο (Σιάλκα) αρχικά στο ακίνητο του Χρ. Σαγρόπουλου (Σα­γρή) και μετά στο ακίνητο του Τζίμη Αποστολόπουλου επί της πλατείας.
Το Νίκο Γ. Νούλα στον Κάτω Κάμπο στο σπίτι του.
Το Γεώργιο I. Νούλα στο σπίτι του επί της πλατείας.
Τον Ξενοφώντα Ιωάννου Μακρυγιάννη αρχικά στο σπίτι του και μετά σε ιδιόκτητο ακίνητο επί της πλατείας.
τον Αλκιβιάδη Φ. Νούλα αρχικά στο ακί­νητο του Γεωργίου Ι. Νούλα στην πλατεία και στη συνέχεια σε δικό του ακίνητο.
Το Δημοσθένη Αποστολόπου­λο στον Άνω Κάμπο αρχικά σε ακίνητο του Β. Δημόπουλου (Λιακάκου) και στη συνέ­χεια σε δικό του ακίνητο.
Το Νίκο Τρίχα στο σπίτι του Στεφάνου Νούλα (Κσιουστεφανή) στον Άνω Κάμπο και στη συνέχεια στο σπίτι του Βασίλη Κατσα­νάκη, επίσης στον Κάμπο.
Το Γιάννη Ξεθάλη στο ακίνητο του Χρήστου Σαγρόπουλου.
Το Σπύρο Σπαρτινό στο ακίνητο του Γεωργίου Ίων. Νούλα, στο Αποστολοπουλέικο και στο παλιό σχολείο επί της πλατείας.
Τον Κώστα Πασπάλα στο Αποστολο­πουλέϊκο επί της πλατείας μετά το Σίαλκα.
Το Θεόδωρο Σπαρτινό στον Άνω Κάμπο σε μια παράγκα στην θέση Κεραμιδιά.
Το Γιάννη Γ. Νούλα (Μανθόγιαννο) αρχι­κό στο σπίτι του Βασίλη Κατσανάκη στον Άνω Κάμπο και στη συνέχεια στου Σαγρή και του Ξενοφώντα Μακρυγιάννη και το Χαράλαμπο Γ. Γεωργακόπουλο στο παλιό σχολείο.
Σήμερα λειτουργούν τέσσερα καφεπα­ντοπωλεία στη Στράνωμα.
Δύο στο χωριό και δύο στον Άνω Κάμπο. Στο χωριό είναι ο Χρ. Δ. Νούλας που λει­τουργεί το κατάστημά του στο παλιό σχο­λείο ιδιοκτησίας του Δήμου και ο Γεώργιος Ιωαν. Καραθανάσης στο ακίνητο του Αλκ. Φ. Νούλα.
Στον Άνω Κάμπο έχουμε τον Νικόλαο Κ. Νούλα (Ντουλονίκο) σε δικό του ακίνητο και τον Πολύκαρπο Δημοσθένη Αποστολόπου­λο συνεχιστή του πατέρα του.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και τις όποιες εμπειρίες της εποχής που ακούγονταν σ’αυτά τα καφενεία, έζησα κι εγώ τα πρώτα χρόνια της ζωής μου και δεν μπορώ να τα ξεχάσω Γι’ αυτό και το κατέγραψα ως ελά­χιστο φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους αν­θρώπους που με ιώβειο υπομονή παραπανί­σια κούραση και ψυχική αντοχή τα κράτη­σαν και τα κρατάνε ανοιχτά σαν πυγολαμπί­δες (κωλοφωτιές) μέσα στην ερήμωση και τη σκληρή μοναξιά που γνωρίζει η Στράνω­μα τα τελευταία χρόνια.
Βέβαια το φαινόμενο της ερήμωσης εί­ναι γενικότερο και η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει από τις δεκαετίες 1950-60.
Τα πεντέξι ζευγάρια των γερόντων που απόμειναν σε κάθε χωριό είναι δύσκολο να κάνουν την ανατροπή. Η πολιτεία είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει αλλά δυστυχώς δεν το κάνει με αποτέλεσμα να έχουμε τη σημε­ρινή απαράδεκτη κατάσταση και εικόνα σε όλα σχεδόν τα χωριά της επαρχίας τα οποία με τους περήφανους κατοίκους τους γνώρι­σαν κι έζησαν μέρες δόξας οικονομικής ευ­εξίας και κοινωνικής καταξίωσης.
Άραγε Θα ξανάρθουν τέτοιες μέρες; Θα ξαναδούμε και θα ζήσουμε τέτοια χρόνια;

23/10/07

Λαογραφικά

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Του Κώστα Λ. Λιώνα
Πριν σαράντα πέντε χρόνια, ο πατέρας μου έσπερνε βρώμη σ’ ένα μικρό χωράφι
« Συκάκι * νότια από το σπίτι της Φίλαινας, όταν το γιενί* έφερε στην επιφάνεια ένα κυρτό γιαταγάνι, σκουριασμένο με μπλε χάντρες στην λαβή.
Γύρισε το ζευγάρι (τις δύο αγελάδες, τη Μελίσω και την Τριγόνω), έμπηξε το γιενί λίγο ποιό βαθιά είπε Ωω! Και μού πε «Κωστάκ, φερ΄μ’ το γκασμά* και το σακούλι να πάρω μια χαψιά.
Άρπαξε το κασμά κι άρχισε να σκάβει βιαστικά «Κοίτα εδώ που σκάβω μήπως πάρει το μάτι σου κέρματα λεφτά» Παρ’ όλο που πήγε σε αρκετό βάθος και πλάτος δεν βρήκε τίποτε άλλο απ’ το γιαταγάνι. Αποσταμένος πήγε στην ελιά, στο κάτω μέρος του χωραφιού, ξεκρέμασε την βαρελούλα *και έπινε λαίμαργα το νερό χωρίς ανάσα.
Ξανά ρίξαμε το χώμα στην τάφρο που είχε ανοίξει, κι’ ο πατέρας μου συνέχισε το σπάρσιμο του υπόλοιπου χωραφιού.
Ήταν γύρω στο 1952, 1953 δεν θυμάμαι ακριβώς, έβρεχε ασταμάτητα τρία μερόνυχτα, κατακλυσμός σωστός «κοσμοχαλασιά» ξεφώνιζαν οι πιο ηλικιωμένοι, το νερό είχε καλύψει τις Λογκιές κι όλο και ανέβαινε. Στο χωράφι του Σπύρου Μεσήρη που είναι Νότια απ’ το ρέμα κοντά στον Πόριαρη , ξεβράστηκε μια νεκροκεφαλή. Αναταραχή σήμανε στο μικρό μας χωριό, πολλά και διάφορα λέγονταν για το γεγονός κάποιος χωρικός είπε: «λες να’ ναι το κεφάλι κανενός κατσαπλιά ή κανενός Μάη» Μπα! Είπε κάποιος άλλος, δεν βλέπετε ότι είναι από πολύν καιρό πάνω από εκατό χρόνια, ποιος ξέρει πως και τι, ας το διαβάσουμε και ας αναπαυθεί στο νεκροταφείο του Ριγανίου.
Τα δύο περιστατικά μου είχαν προξενήσει μεγάλη εντύπωση και προσπαθούσα από τότε να τα ξεδιαλύνω, ρωτώντας μικρούς και γέροντες, ντόπιους και ξένους, χωρίς όμως να έχω πάρει ικανοποιητικά απάντηση ως τώρα.
Πριν λίγες μέρες ξεφυλλίζοντας ένα Ιστορικό βιβλίο με το τίτλο «Η Ναυπακτία του είκοσι ένα»έφτασα σ’ αυτό που ήθελα. «Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΡΙΑΡΗ»
Με μιας λύθηκαν οι παιδικές μου απορίες απ’ τα ερωτήματα που τόσα χρόνια με βασάνιζαν.
Σημείωση:
• Συκάκι:Τοποθεσία στην άκρη του Πόριαρη
• Γενί :το υνί του αρότρου
• Γασμάς: είδος ταπιού γερό και μακρύ
• Χαψιά: μια μπουκιά
• Βαρελούλα: μικρό είδος βαρελιού για νερό
• Λογκιές: το χαμηλότερο σημείου του κάμπου
• Κατσαπλιάς: κομουνιστής
Αθήνα 24/4/1996